- φετίς
- φετίχ το άκλ. фетиш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Φετίς, Φρανσουά-Ζοζέφ — (Fétis, Μονς 1784 – Βρυξέλλες 1871). Βέλγος μουσικολόγος και συνθέτης. Σπούδασε βιολί και κλαβεσέν, ενώ ως παιδί έψαλλε στη χορωδία της μητρόπολης του Μονς. Έπειτα φοίτησε στο Ωδείο του Παρισιού, εργάστηκε ως οργανοπαίχτης και δάσκαλος της… … Dictionary of Greek
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… … Dictionary of Greek
Γκεβάρτ, Φρανσουά Ογκίστ — (Francois August Gevaert, Ουίς 1828 – Βρυξέλλες 1908). Βέλγος ιστορικός της μουσικής και συνθέτης. Μετά από μακρόχρονη παραμονή στο Παρίσι, ασχολήθηκε με τη σύνθεση. Διαδέχτηκε τον Φετίς στη διεύθυνση του Ωδείου Βρυξελλών, θέση που κράτησε με… … Dictionary of Greek